κυβερνητήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητῆρα — κυβερνητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητῆρας — κυβερνητήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητῆρε — κυβερνητήρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητῆρες — κυβερνητήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητῆρι — κυβερνητήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητῆρος — κυβερνητήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτειρα — κυβερνήτειρα, ἡ (Α) βλ. κυβερνητήρ … Dictionary of Greek
κυβερνητήριος — κυβερνητήριος, ία, ον (Α) [κυβερνητήρ] κυβερνητικός … Dictionary of Greek
κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με … Dictionary of Greek